- εκτημόριον
- το шестая часть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτημορίτης — ἑκτημορίτης, ο (Α) το εκτημόριον, το ένα έκτο, το έκτο μέρος … Dictionary of Greek
εκτημόριος — ο (AM ἑκτημόριος, ον) 1. αυτός που αναφέρεται στο έκτο μέρος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑκτημόριοι φτωχοί πολίτες πριν από την εποχή τού Σόλωνος, που καλλιεργούσαν κτήματα τών πλουσίων δίνοντας ως μίσθωμα ή παίρνοντας ως αμοιβή το έκτο τών… … Dictionary of Greek